Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): uses, use
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): use
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): used
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): using
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): uses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): use
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): use
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
used to περιέχει 1 συλλαβές: used to
Φωνητική μεταγραφή:
used to , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)